-
1 καίω
(αόρ. έκαυσα и έκαψα, παθ. αόρ. (ε)κάηκα и εκάην) 1. μετ.1) жечь, сжигать;καίω ξύλα — жечь дрова;
καίω τό σπίτι — сжечь дом;
ο ήλιος έκαψε τα φύλλα солнце сожгло листву;καίπολύ φως — жечь много света;
2) топить (печь);3) обжигать, жечь, вызывать ощущение жжения;τό πιπέρι καίει τη γλώσσα — перец жжёт язык;
4) причинять боль, страдание; губить;τον έκαψες ты его погубил; 2. αμετ. 1) гореть, пылать;η
φωτιά καίει — огонь горит;η σόμπα (τό καντήλι) καίει — печка (свечи) горит;
τό κεφάλι καίει — голова горит;
τα χέρια καίνε руки горит;2) палить, печь, обжигать;ο ήλιος καίει — солнце печёт;
1) — гореть, пылать;καίομαι
2) сгорать полностью;3) прогорать (о дровах); 4) прям. перен. обжигаться; § κάηκα! я пропал!
См. также в других словарях:
ηλιογράφος — Όργανο για τη μέτρηση της πραγματικής ηλιοφάνειας. Οι η. διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) αυτούς που χρησιμοποιούν τη θερμαντική ισχύ της ηλιακής ακτινοβολίας και β) αυτούς που χρησιμοποιούν τη χημική δράση της ορατής και της υπεριώδους ηλιακής … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek